καταγέμουσα

καταγέμουσα
κατά-γέμω
to be full
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταγέμω — κοταγέμω (Α) γεμίζω πολύ από κάτι, είμαι κατάφορτος («τιτάνου καταγέμουσα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γέμω «είμαι γεμάτος»] …   Dictionary of Greek

  • τίτανος — η, ΝΑ, και τίτανις, άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α (λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.) αρχ. 1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ ἐλέφαντι», Ησίοδ.) 2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”